-
1 μεριμνάω
μεριμνάω, sorgen, nachdenken, grübeln; c. accus., ἔργον μεριμνῶν ποῖον, Soph. O. R. 1124; vgl. Ep. ad. 408 (IX, 148); οἱ λεπτῶς μεριμνῶντες, Plat. Rep. X, 607 c, in einer poetischen Stelle, wie es scheint; περὶ τῆς τῶν πάντων φύσεως μεριμνᾶν, Xen. Mem. 1, 1, 4; πολλὰ ὅπως μὴ λάϑῃς, 3, 5, 23; Oec. 20, 25; ὁ μεριμνήσας τὰ δίκαια λέγειν, neben ἐσκεμμένος, Dem. 21, 192; Sp., wie Matth. 6, 25; τὸ σφόδρα μεριμνηϑέν, Pallad. 118 in, 52); vgl. Ath. XIV, 641 c.
-
2 μεριμνάω
A care for, be anxious about, meditate upon, ἔργον μεριμνῶν ποῖον .. ; S.OT 1124; esp. of philosophers, ;οἱ λεπτῶς μεριμνῶντες Lyr.Adesp.135
, cf. X.Mem.4.7.6; μ. περὶ τῆς τῶν πάντων φύσεως ib.1.1.14; πολλὰ μ. to be cumbered with many cares, Id.Cyr.8.7.12;τοῖς μεριμνῶσίν τε καὶ λυπουμένοις Apollod.Com.3
;μηθὲν τὴν ἀλήθειαν μεριμνᾶν Phld.Rh.1.135
S., cf. 2.143 S.;μεριμνήσω ὑπὲρ τῆς ἁμαρτίας μου LXX Ps.37(38).18
;μ. εἰς τὴν αὔριον Ev.Matt.6.34
: c.inf., to be careful to do,ὁ μεριμνήσας τὰ δίκαια λέγειν D.21.192
: with relat. clause,πολλὰ μ. ὅπως μὴ λάθῃς X.Mem.3.5.23
;μεριμνῶ πῶς κλαύσω AP9.148
;μὴ μεριμνᾶτε τῇ ψυχῇ τί φάγητε Ev.Matt.6.25
:—[voice] Pass., to be treated with anxious care, AP10.52 (Pall.);τράπεζαι πολυτελῶς μεμεριμνημέναι Ath.14.641c
; ἔννοια, ἀμφισβήτησις μ., Just.Nov.22.26 Intr., 44.1.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεριμνάω
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий